- ύπνωση
- η1. πρόκληση τεχνητού ύπνου.2. τεχνητός μερικός ύπνος, που προκαλείται με μέσα μηχανικά, φυσικά, ψυχικά ή και με χημικές ουσίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ύπνωση — η, Ν 1. ιατρ. προκλητή, υπνοειδής κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από μερική αναστολή τής συνείδησης και τού βουλητικού ελέγχου, καθώς και από αυξημένη δεκτικότητα στην επιρροή τού υπνωτιστή, σε αντίθεση με άλλες επιδράσεις 2. αποκοίμηση,… … Dictionary of Greek
ὑπνώσῃ — ὑπνάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ὑπνόω put to sleep aor subj mid 2nd sg ὑπνόω put to sleep aor subj act 3rd sg ὑπνόω put to sleep fut ind mid 2nd sg ὑ̱πνώσῃ , ὑπνόω put to sleep futperf ind mp 2nd sg ὑ̱πνώσῃ , ὑπνόω put to sleep… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοΰπνωση — η και αυτοϋπνωτισμός, ο ύπνωση που προκαλείται με αυθυποβολή … Dictionary of Greek
καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… … Dictionary of Greek
κρυπτομνησία — η (ψυχολ.) ασυνείδητη απομνημόνευση ενός περιστατικού το οποίο δεν επανεμφανίζεται στη συνείδηση αλλά μόνο σε μια ειδική συνειδησιακή κατάσταση, όπως είναι η ύπνωση ή το όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptomnesia < crypt(o) (< … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
ξενογλωσσία — Παρακανονικό φαινόμενο ακαθόριστης ταξινόμησης που συνίσταται τις περισσότερες φορές στην ικανότητα μερικών ατόμων να εκφράζονται –σε κατάσταση ύπνωσης ή οπωσδήποτε μειωμένης συνείδησης– σε γλώσσες που δεν τις ξέρουν σε κατάσταση εγρήγορσης. Οι… … Dictionary of Greek
υπνοβασία — (Ιατρ.). Κινητική δραστηριότητα που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τρόπο συμπτωματικό και έξω από οποιονδήποτε έλεγχο της συνείδησης. Το άτομο δε θυμάται τις πράξεις που εκτελεί κατά την υ., κρατά γενικά τα μάτια ανοιχτά και το… … Dictionary of Greek
υπνοειδής — ές, Ν φρ. «υπνοειδής κατάσταση» (ιατρ. ψυχολ.) κατάσταση χαρακτηριζόμενη από θόλωση τής διάνοιας, μείωση τής αντίληψης, χαλάρωση τών διανοητικών διεργασιών και τού περιεχομένου τής σκέψης, που μοιάζουν με τα συμβαίνοντα στα όνειρα, κατάσταση… … Dictionary of Greek
υπνωτικός — ή, ό / ὑπνωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπνῶ, όω] 1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῑστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν) ουσία που φέρνει ύπνο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek